- καρβέλι
- miche
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καρβέλι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 20 χλμ. Β της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας. * * * το (Μ καρβέλι και γαρβέλιν) ψωμί που… … Dictionary of Greek
καρβέλι — το (λ. ιταλ. ή σλαβ.) 1. άρτος, ψωμί: Τρώει ένα καρβέλι στην καθισιά του. 2. τα απαραίτητα τρόφιμα για συντήρηση: Μόλις βγάζω το καρβέλι. 3. η φράση «λίγα είναι τα καρβέλια του», σημαίνει ότι δεν πρόκειται να ζήσει πολύ ακόμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάτω Καρβέλι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 63 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στις βορειοδυτικές απολήξεις της κορυφής Ρουνίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας … Dictionary of Greek
Αλιφέρης — Επώνυμο αγωνιστώντου 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τα Βουπράσια Ηλείας. Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δημήτρη Καλλιφρονά, του Ηλία Μπεϊζαντέ (Μαυρομιχάλη), του Γεώργιου Καραϊσκάκη, του Γ. Δυοβουνιώτη κ.ά. Μετά την απελευθέρωση εντάχθηκε στους … Dictionary of Greek
επιούσιος — α, ο (AM ἐπιούσιος, ον) 1. ο επαρκής για την κάθε μέρα (άρτος), ο αναγκαίος, ο καθημερινός («τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν σήμερον», ΚΔ) κατά τον Ωριγένη η λ. «ἔοικε πεπλάσθαι ὑπὸ τῶν εὐαγγελιστῶν» 2. (το αρσ. ως ουσ. κατά παράλειψη τού… … Dictionary of Greek
καυκαλιά — η [καύκαλο] καρβέλι ψωμί κομμένο σε δύο κομμάτια και ξεραμένο στον φούρνο … Dictionary of Greek
κουτσούνα — η 1. κούκλα 2. μικρό καρβέλι ψωμιού 3. ο καρπός τού καλαμποκιού 4. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. κούτσα (διαλεκτ. τ.) «κούκλα» (πρβλ. ιταλ. cucciolo «νεογνό ζώου»] … Dictionary of Greek
χαραγμή — και δ. γρφ. χαρακμή, ἡ, ΜΑ 1. καρβέλι, ψωμί 2. αγωγός νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ χαραγ / χαρακ τού χαράσσω* + κατάλ. μή (πρβλ. ῥωγ μή)] … Dictionary of Greek
άρτος — ο η κυριότερη τροφή του ανθρώπου, το ψωμί, το καρβέλι: «άρτος ένζυμος», το συνηθισμένο ψωμί με μαγιά· «άρτος άζυμος», αυτός που δεν έχει μαγιά, ψωμί λειψό· «άγιος άρτος», αυτός που καθαγιάστηκε στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας και μετουσιώθηκε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιούσιος — α, ο 1. που επαρκεί για μια ημέρα, ο αναγκαίος για την καθημερινή ύπαρξη: Επιούσιος άρτος. 2. το αρσ. ως ουσ., επιούσιος το καθημερινό ψωμί, το καρβέλι, το καθημερινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λειψός — ή, ό 1. ελλιπής: Λειψό καρβέλι. 2. ανάπηρος: Πώς να βοηθήσει λειψός άνθρωπος! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)